- κατάξανθος
- -η, -οολόξανθος: Είναι κατάξανθη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κατάξανθος — η, ο αυτός που έχει πολύ ξανθό χρώμα, ο εντελώς ξανθός … Dictionary of Greek
ξανθός — I Πόλη της αρχαίας Λυκίας. Σύμφωνα με επιγραφές της Λυκίας, η παλαιότερη ονομασία της ήταν Άρινα ή Άρνα. Τον 6o αι. π.Χ., η Ξ. ήταν η κυριότερη πόλη της Λυκίας, όταν ο στρατηγός του Κύρου, Αρπαγος, ανέλαβε να κατακτήσει τη δυτική Μικρά Ασία, μετά … Dictionary of Greek
ολόξανθος — η, ο εντελώς ξανθός, κατάξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] … Dictionary of Greek
ολόχρυσος — η, ο (ΑΜ ὁλόχρυσος, ον) κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από καθαρό χρυσό («στέφανον ὁλόχρυσον», Μαλάλ. Ι.) νεοελλ. μτφ. κατάξανθος («καὶ εἰς τὴν αὔραν κυματίζουν μαῡρα, ὁλόχρυσα μαλλιά», Σολωμ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁλόχρυσον το φυτό αείζωον το… … Dictionary of Greek
τετράξανθος — η, ο, Ν εντελώς ξανθός, κατάξανθος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τετρ(α) * + ξανθός] … Dictionary of Greek
τετράξανθος — η, ο ο πολύ ξανθός, κατάξανθος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)